Λιβυστίς

Λιβυστίς
Λιβυστίς, ἡ (Α)
βλ. Λίβυς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λιβυστίς — a Libyan fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυστί — Λιβυστίς a Libyan fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυστίδες — Λιβυστίς a Libyan fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυστίδι — Λιβυστίς a Libyan fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυστίδος — Λιβυστίς a Libyan fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυστίσι — Λιβυστίς a Libyan fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίβυς — Λίβυς, υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και Λιβυστίς, ίδος (Α) [Λιβύη] 1. αυτός που κατάγεται από τη Λιβύη 2. ως επίθ. λιβυκός …   Dictionary of Greek

  • Λιβυστίνος — Λιβυστῑνος, ον, ουδ. και Λιβυστινόν (Α) λιβυκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβυστίς, κάτοικος τής Λιβύης …   Dictionary of Greek

  • Λιβυστικός — Λιβυστικός, ή, όν (Α) 1. λιβυκός («ἐν τόποις Λιβυστικοῑς», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. είδος μη δηλητηριώδους φιδιού 3. το θηλ. ως ουσ. η μαύρη υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η λουτροφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. είδος βοτάνου, η… …   Dictionary of Greek

  • λιβυστιάς — λιβυστιάς, άδος, ἡ (Α) είδος βοτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβυστίς + κατάλ. άς, που απαντά σε λ. σχετικές με τη γεωργία και την καλλιέργεια (πρβλ. μυρτ άς, φυλλ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”